- ισλανδικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ισλανδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσλανδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Τ. Αργυρόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισλανδικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ισλανδία ή στους Ισλανδούς. 2. το θηλ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ισλανδική, η και ισλανδικά, τα η γλώσσα των Ισλανδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
Εβένκια — (Evenkija). Αυτόνομη περιοχή (767.600 τ. χλμ., 16.700 κάτ. το 2002) της Ρωσίας. Ιδρύθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1930 και το 1977 έγινε αυτόνομη περιοχή. Βρίσκεται στα κεντρικά σιβηρικά οροπέδια, καταλαμβάνει ολόκληρο το κεντρικό τμήμα της περιφέρειας … Dictionary of Greek